Ποίημα με αφορμή τις παραγράφους 14-15, Λυσίου ? «Υπέρ Μαντιθέου»

Με αφορμή τις παραγράφους 14-15,

Λυσίου ? «Υπέρ Μαντιθέου»

της μαθήτριας ?Inarin? Β2 [2015-2016]

 

Τέσσερις οβολούς μας δώκανε,

Κεφάλια θέλανε να κόψουμε.

Θανάτους να σκορπίσουμε

Και δάκρυα πικρά να χύσουμε.

 

Τέσσερις οβολούς μας δώκανε,

Κεφάλια θέλανε να κόψουμε.

Μα πώς, εάν δεν είναι αρκετά;

Ούτε για όπλα, ούτε και για φαγητά.

Και τα σπαθιά μας από το αίμα είναι φαγωμένα,

Κοκκινισμένα, ντροπιασμένα,

Και τα σκισμένα ρούχα

Μύριους θανάτους πια μύρισαν,

Ποτέ τους δε θα ξεμυρίσουν.

 

Ένας άγγελος ? προστάτης ή μπορεί και Σατανάς,

Του θανάτου βοηθός, του μελλοθάνατου οδηγός.

Ένας λύκος με την όψη του αρνιού,

Το κακό με την όψη του καλού.

Ίσως να? ναι και πραγματικά καλός,

Και του λαού ο βοηθός,

Ίσως να? θελε πραγματικά

Να τα κάνει όλα καλά.

 

Ο Μαντίθεος τους μιλά,

Και απ? το στόμα του η λαλιά,

Πιο γλυκιά κι από το κρασί,

Για τα αυτιά που λαχταρούν.

Για κάποιους τρυφερά μιλούσε,

Για άλλους έκοβε χρυσό.

Και σ? άλλους πάλι τους φαινόταν,

Ότι του θανάτου ήτανε γνωστός.

 

Μιλούσε τρυφερά, και αντί για σάλιο μέλι είχε,

Και στο χαμόγελο αχτίδα ελπίδας μπήκε.

«Οι εύποροι ας δώσουν, κι ας μην είναι αρκετά,

Όσα μπορείτε ? ρίχτε, για όπλα και για φαγητά,

Για σφαγές καινούργιες και για δαιμόνιες γιορτές,

Για τον γέρο με το χέρι δίχως σάρκα,

Που χαμογελώντας τάχα,

Θα?ρθεί και θα μας πάρει όλους,

Δώστε για του πολέμου τους χορούς

Τους τόσο όμορφους και φανταστικούς».

 

Χαμένα όνειρα, καινούργια πτώματα.

Κι ας γεμίσει όλη η γη με σαπισμένα σώματα,

Που προσπαθούσαν ζωντανοί ? νεκροί

Να προστατέψουν κρύους τοίχους

Και σπίτια δίχως ήχους.

 

«Δώστε καλοί μου άνθρωποι, όσα μπορείτε,

Και για τίποτα να μη νοιαστείτε.

Δώστε κι ας πέσουν άλογα με πόδια ανοιχτά,

Σαν ιερόδουλη που βράδυ τη δουλειά της ξεκινά,

Δώστε για το χορτάρι που χρώμα θα αλλάξει πάλι,

Δώστε για τα κεφάλια που θα πέσουν.

Δώστε κι ας μην έχετε πολλά,

Όπως έδωσα κι εγώ,

Την τελευταία μου γουλιά.

Και μην τσιγκουνευτείτε ούτε οβολό!

Δώστε κι ας μην είναι αρκετό».

Του θανάτου η γιορτή, όσο μπορεί, ας συνεχιστεί!

Του διαόλου ο χορός πάντα μένει σταθερός.

 

«Θα? μαι και εγώ κοντά σας,

Κεφάλια εχθρικά από τα σώματα για να χωρίζω.

Σπαθί μεγάλο και βαρύ θα βγάλω,

Στον ήλιο ασήμι θα γυαλίζει.

Στολίδι αληθινό,

Σαν πολύτιμο πετράδι ? όμορφο και θαυμαστό.

Κεφάλια ξένα θα θερίζει ? παντού θανάτους θα σκορπίζει.

Και το ασήμι κόκκινο ας γίνει,

Και η πλάτη μου προς την καταραμένη γη ας γείρει,

Έτσι κι αλλιώς, όλοι στον Άδη πάμε,

Και κανείς δε θα γυρίσει όσο κι αν προχωράμε.

 

«Εγώ θα είμαι ο πρώτος κι εσείς ελάτε από πίσω,

Μην ανησυχείτε,

Στο αίμα των εχθρών μου, λουσμένοι θα βρεθείτε

Αλλά θα συνεχίσετε, στον δρόμο θα βαδίζετε,

Σαν πρόβατα που πάνε για σφαγή.

Για την πατρίδα και την οικογένειά σας πολεμήστε

Αφαιρώντας τις από τους άλλους.

Πολεμήστε, όχι για τη ζωή, αλλά για τους θανάτους».

 

«Της ημετέρας φυλής δυστυχησάσης»

Με θλίψη είπαν κάποια μέρα

Και δάκρυα κυλήσαν πέρα,

Σαν τα ρυάκια, αντί για μπλε εκείνα μπορντό ήταν

Από το κλάμα οι χαμένες ψυχές ήρθαν

Και κλαίγανε όλοι μαζί,

Για της πατρίδας την ευχή.

Κλάψανε για φίλους,

Κλάψανε και για εχθρούς.

Στην ιστορία μείναν, αλλά ποιό το τίμημά τους;

Αξία είχε τελικά, του θανάτου η κλεψιά;

Οι νεκροί τώρα την πόλη τους τιμούν,

Να τους ξεχάσουν τώρα, ποτέ δε θα μπορούν.